εξοφλητήριος

εξοφλητήριος
-ο
1. εξοφλητικός
2. το ουδ. ως ουσ. το εξοφλητήριο
το εξοφλητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξοφλητήριος — α, ο 1. εξοφλητικός (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., εξοφλητήριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”